οπόσος

οπόσος
-η, -ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, -η, -ον)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος
3. τόσο πολύς, τόσο μεγάλος
4. ο οποίος, που («καὶ ἔστιν ἔπη μαντικὰ ὁπόσ' ἐπελεξάμεθα», Παυσ.)
5. (η δοτ. τού ουδ. και το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)
ὁπόσῳ και ὁπόσα
α) όσες ή πόσες φορές περισσότερο
β) κατά πόσους τρόπους («διαλογισώμεθα ὁπόσα ἡμῑν ὁ σοφιστὴς πέφανται», Πλάτ.)
6. φρ. «ἤρετο ὁπόσου» — ρώτησε με πόσο τίμημα, με ποια τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁπόσος έχει σχηματιστεί από το θ. *yο-τής αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. πόσος* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁπόσος — as many masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκόσα — ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl (ionic) ὁκόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc/acc dual (ionic) ὁκόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππόσα — ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl (epic) ὁππόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc/acc dual (epic) ὁππόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπόσα — ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl ὁπόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc/acc dual ὁπόσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπόσσα — ὁπόσος as many neut nom/voc/acc pl (epic) ὁπόσσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc/acc dual (epic) ὁπόσσᾱ , ὁπόσος as many fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκόσαι — ὁπόσος as many fem nom/voc pl (ionic) ὁκόσᾱͅ , ὁπόσος as many fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκόσον — ὁπόσος as many masc acc sg (ionic) ὁπόσος as many neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκόσων — ὁπόσος as many fem gen pl (ionic) ὁπόσος as many masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππόσαι — ὁπόσος as many fem nom/voc pl (epic) ὁππόσᾱͅ , ὁπόσος as many fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππόσον — ὁπόσος as many masc acc sg (epic) ὁπόσος as many neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”